Home / Κόσμος και μικρόκοσμος: Το αποτύπωμα ενός ταπεινού ιερέως της φύσεως

Κόσμος και μικρόκοσμος: Το αποτύπωμα ενός ταπεινού ιερέως της φύσεως

του Δρος Ανδρέα Χατζηχαμπή
Βιολόγου – Περιβαλλοντολόγου

Κινούμενοι οἱ ἄνθρωποι μὲ τὶς μεγάλες ταχύτητες τῆς καθημερινότητας καὶ τῶν μεριμνῶν πολλὲς φορὲς ἀγνοοῦμε, παραθεωροῦμε ἢ δὲν διακρίνουμε αὐτὴ τὴν ἀπαράμιλλη ὀμορφιὰ ποὺ μᾶς περιβάλλει καὶ βυθιζόμαστε μέσα στὴ δυσμορφία τῶν μεριμνῶν, στὴν ἀκρασία τῶν ἀναγκῶν καὶ στὰ βασανιστήρια τῶν ἀνησυχιῶν καὶ τῶν ἀγωνιῶν μας. Χάνουμε τὸ φῶς τοῦ κόσμου καὶ βυθιζόμαστε στὸ σκοτάδι, πολλὲς φορὲς, τῶν παθῶν καὶ τῶν ἀδυναμιῶν μας. Μερικὲς φορὲς τὸ μόνο ποὺ χρειάζεται εἶναι νὰ κοιτάξουμε ἔξω ἀπ’ τὸ παράθυρο γιὰ νὰ διακρίνουμε τὴ χαρὰ τῆς ζωῆς, τὴ μελῳδία τοῦ κόσμου. Ἄλλες φορὲς τὸ μόνο ποὺ χρειάζεται εἶναι ἁπλῶς νὰ σταματήσουμε νὰ τρέχουμε καὶ θὰ μπορέσουμε νὰ ἀντιληφθοῦμε πῶς τὸ φῶς γίνεται ζωή. Θὰ μπορέσουμε νὰ ἀντιληφθοῦμε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἑτοίμασε πρῶτα τὸ «ἀνάκτορο» τοῦ βασιλέα τῆς κτίσεως καὶ ὕστερα
ἐδημιούργησε τὸν βασιλέα ( Ἱ. Χρυσόστομου). Τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ποὺ δημιούργησε τὸν λαμπρὸ βιότοπο τοῦ ἀνθρωπίνου εἴδους. Πού «ἐποίησεν ὡς ἀγαθὸς τὸ χρήσιμον, ὡς σοφὸς τὸ κάλλιστον, ὡς δυνατὸς τὸ μέγιστον» κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο (Εἰς Ἑξαήμερον 1,7 ΒΕΠΕΣ 51,91). Ποιὸ ψάρι, ἀλήθεια, θὰ μποροῦσε νὰ ζήσει ἄνευ θαλάσσης καὶ ποιὸ φυτὸ ἄνευ χοός;

Κι ὅμως αὐτὴ ἡ ὀμορφιά, αὐτὸς ὁ κόσμος, ὅλη ἡ δημιουργία σήμερα βεβηλώνεται καί λεηλατεῖται. Ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος ρίχνει τεράστια δίχτυα στὶς θάλασσες καὶ στοὺς ὠκεανοὺς γιὰ νὰ ἁλιεύσει τὴν ἄμετρη φιλοκέρδειά του. Κυνηγᾷ ἀλόγιστα, ἐξορύσσει ἄσωτα, ρυπαίνει ἄκρατα. Ὁ χειροτονημένος, ἀπὸ τὸν Θεό, βασιλέας ἀφήνει βαθὺ καὶ δυσβάστακτο τὸ οἰκολογικὸ ἀποτύπωμά του στὴ δημιουργία. Βαδίζει στὴ Γῆ λυσσαλέα γιὰ νὰ καλύψει τὶς ὅλο καὶ περισσότερες ὑλικὲς ἀνάγκες του.

Κοιτάει τὴ θάλασσα ποὺ λαμπυρίζει
καὶ σκέφτεται τὴν ἁλμύρα της,
κοιτάει τὸ διάφανο φῶς ποὺ ρέει
καὶ μετράει τὴν ἰσχύ του,
κοιτάει τὸ πέταγμα τοῦ ἀετοῦ
καὶ ὑπολογίζει τὴ σάρκα του,
μετράει τὸν χρόνο μὲ σπασμένο ρολόι
καὶ γεμίζει τὸ κενό της ψυχῆς του
μὲ συσσωρευμένο τίποτα.
Βουτηγμένος σὲ πελάγη μοναξιᾶς
ἀναλύει τὶς ἀνάγκες
μιᾶς ἀπέραντης γκρίζας ἐπιφάνειας
κι ὀνειρεύεται νὰ ’ταν
οἱ στερήσεις ὄνειρα καὶ
τὰ ὄνειρα φλουριά.

Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος τραυματίζει, παραμορφώνει, βεβηλώνει τὸν κόσμο. Καταστρέφει τὴν ὀμορφιὰ τὴ δική του καὶ τὴν ὀμορφιὰ τοῦ κόσμου ποὺ τὸν περιβάλλει. Ἀνάμεσα σὲ ὅλα τὰ κτίσματα τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ μόνος ποὺ μπορεῖ νὰ ρίξει τὸν κόσμο στὴν παρακμή και στὸν θάνατο. Μὲ τὴν ἁμαρτία του μπορεῖ νὰ μεταφέρει τὴ δυσμορφία, τὸ σκοτάδι καὶ τὸ θάνατο τοῦ Γεννήτορά της, ὅπως ἀναφέρει ὁ Μέγας Βασίλειος. Καταγράφεται δηλαδὴ μία ἀλαζονεία τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου ἀπέναντι στὸν κόσμο, μία ἀλαζονεία ποὺ ὁδηγεῖ ἀφενὸς στὴν καταστροφὴ καὶ ἀφετέρου στὴν ἐπανάσταση τῆς φύσης, ἀφοῦ βλέπει τὸν βασιλέα τῆς κτίσεως νὰ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν προορισμό του.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη ἕνας ἄλλος ἄνθρωπος, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁ ἱερέας τῆς φύσεως μεταβαίνει ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια στὸ βάθος, ἀπὸ τὸ κενὸ καὶ τὸ τίποτα στὸ ἅπαν, ἀπὸ τὸν χρόνο στὸ ἄπειρο, ἀπὸ τὸν κόσμο στὸν μικρόκοσμο καὶ βλέπει τὴ φύση ὡς κτίση, βλέπει τὸν κόσμο ὡς Δημιουργία καὶ μεταβαίνει διὰ τῆς δημιουργίας στὸν Δημιουργὸ ἀντιλαμβανόμενος τὴ φύση ὡς ἕνα ἀπέραντο βιβλίο Θεογνωσίας, κατὰ τὸν Ἅγιο Ἐφραὶμ τὸν Σύρο. Βλέπει τὴ μοναδικότητα καὶ ἰδιαιτερότητα τοῦ κόσμου, βλέπει σὲ κάθε δημιούργημα τὸν «πανταχοῦ παρόντα» Δημιουργό. Ἐνδύεται τὸ ἔνδυμα τῆς ταπείνωσης, τὴ στολὴ τῆς Θεότητος καὶ βλέπει τὶς ἀνάγκες του ἀπὸ ἄλλη ὀπτικὴ γωνία. Ὁ ἱερέας τῆς φύσεως ἀκολουθεῖ ἕνα διαφορετικὸ τρόπο ζωῆς, ἀκολουθεῖ ἕναν ὀρθόδοξο οἰκολογικὸ ἀσκητισμὸ ὁ ὁποῖος εἶναι ἱκανὸς νὰ ὁδηγήσει στὴν ἀειφορία τῆς Γῆς ἢ ἀκόμα καὶ στὴν «εὐφορία τῶν καρπῶν τῆς Γῆς» ὅπως προσευχόμαστε στὴ Θεία Λειτουργία.

Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Βαρθολομαῖος διερωτᾶται «Πόσοι ἀπὸ ἐμᾶς ἐξετάζουμε τὶς τροφὲς ποὺ καταναλώνουμε, τὰ ἀγαθὰ τὰ ὁποία ἀγοράζουμε, τὴν ἐνέργεια τὴν ὁποία σπαταλοῦμε; Πόσο συχνὰ ἀφιερώνουμε χρόνο γιὰ νὰ ἐξετάσουμε τὶς καθημερινὲς ἐπιλογές μας, εἴτε ὡς ἄτομα, εἴτε ὡς θεσμοί, εἴτεὡς ἐνορίες, κοινότητες, κοινωνίες, ἔθνη;» (Μήνυμα Οἰκ. Πατρ., 2010). Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁ ἱερέας τῆς φύσεως ἀντιλαμβάνεται τὴν κλήση του, σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητὴ, ὡς μικρόκοσμος, ποὺ θὰ μεσιτεύει καὶ θὰ μεσολαβεῖ μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς, Θεοῦ καὶ κόσμου. Ἀποστρέφει τὸ βλέμμα του ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια, ἀπὸ «πᾶν κάλλος ἔξωθεν αὐτοῦ» καὶ τὸ βυθίζει στὸ ἐσωτερικό του, βλέπει τὴν ψυχή του, βλέπει τὸν δικό του ἀγώνα. Εἶναι μεγαλειώδεις οἱ στιγμές, σύμφωνα μὲ τὸν π. Ἀστέριο Χατζηνικολάου, ὅταν συμπονεῖ, ὅταν θυσιάζεται, ὅταν συγχωρεῖ. Ὅταν ταπεινώνεται καὶ παραδέχεται ἕνα λάθος. Ὅταν ἀναγνωρίζει τὸ δίκαιό του ἄλλου καὶ ὑποχωρεῖ. Ὅταν κλαίει καὶ ζητεῖ συγχώρεση. Ὅταν ἁπλώνει τὰ χέρια του νὰ πιάσει τὸν ἥλιο. Ὅταν σκύβει στὴ γῆ καὶ φυλάει τὸ χῶμα της. Ὅταν σέβεται τὴν πείρα τοῦ μεγάλου καὶ ὑποκλίνεται στὴν ἀθῳότητα τοῦ μικροῦ. Ὅταν τιμᾷ ἀξίες περισσότερο καὶ ἀπὸ τὴ ζωή του. Ὅταν ἀγαπᾷ τὸν σύμπαντα κόσμο, ὅταν προσφέρει καὶ προσφέρεται, ὅταν ζεῖ μὲ χαρὰ καὶ πεθαίνει μὲ ἐλπίδα.

Θαῦμα μεγάλο, πορεία ὑπερφυσική, πνευματικὴ ζωὴ ἀκολουθεῖ ὁ ἱερέας τῆς φύσεως, πάνω ἀπὸ τὰ κύματα τῶν πειρασμῶν, μὲ κίνηση ἀντίθετη πρὸς τὸ ὁρμητικὸ ρεῦμα τῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσμου. Δὲν καταποντίζεται ἀπὸ τὴν τρικυμισμένη θάλασσα, ἔχει ἄλλο φρόνημα, ἄλλο πνεῦμα, ἄλλη τράπεζα, ἄλλο φαγητό, ἄλλη ἀμφίεση, ἄλλο λεξιλόγιο, σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγιο Μακάριο τὸν Αἰγύπτιο.Ὁ ἱερέας τοῦ κόσμου εἶναι ἄνθρωπος ἄλλης πνοῆς, δυνάμεως καὶ ἀκτινοβολίας, εἶναι καλλιτέχνημα τῆς Θείας Χάριτος τοῦ Πνεύματος, οὐράνιος στὸν κόσμο τῆς γῆς, λάμπει, ἀπαστράπτει ἀλλοιωμένος, διανύει πορεῖες σὲ δρόμους φωτός ὅπως καὶ ὁ Θεὸς ζεῖ μέσα στὸ φῶς (Α΄ Ἰωάν. Α΄7).

Ὁ ἱερέας τῆς φύσεως θαυμάζει καὶ ἀγαπᾷ τὸ κάλλος τῆς δημιουργίας ἀλλὰ γνωρίζει ὅτι οἱ μεγαλύτεροι θησαυροὶ τοῦ κόσμου κρύβονται ἐπιμελῶς στὰ ἀθέατα ἀπὸ τὰ μάτια μας βάθη τῶν φιλόθεων ψυχῶν. Ὁ ἱερέας τῆς φύσεως, γίνεται δοῦλος ὅλων, τίθεται «ὑποκάτω πάσης της κτίσεως». Πόσοι και πόσοι ἅγιοι γέροντες δὲν βίωσαν μίαν, πέραν ἀπὸ τοὺς φυσικοὺς νόμους, σχέση μὲ τὴ φύση, ὅπως ὁ Ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ μὲ τὴν ἀρκούδα, ὁ γέροντας Παΐσιος μὲ τὰ ἄγρια πουλιά, ὁ γέροντας Χατζηγεώργης μὲ τὸν ἀγριόχοιρο, ὁ ὅσιος Παῦλος τῆς Ὀμπνόρας καὶ ὁ γέροντας Θεοφύλακτος τῆς σκήτης τοῦ Ἁγίου Βασιλείου μὲ τὴν παραδείσια σχέση τους μὲ τὸ φυσικὸ περιβάλλον. Ἡ φύση μέσα ἀπὸ τὴ δική μας ἁγιότητα, ἀνακαινίζεται, ἐξαγιάζεται.

Ἡ νηστεία, κατὰ τὸν ἅγιο Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ, μὲ τὸ νὰ κάνει τὸ σῶμα διαφανὲς καὶ ἀνάλαφρο, τὸ μεταθέτει στὴν ἀρχέγονη κατάσταση τοῦ Ἀδὰμ καὶ τὰ θηρία ὀσφραίνονται πάνω στὸν ἀσκητὴ τὴν εὐωδία τοῦ Ἀδάμ. Ὁ ἱερέας τῆς φύσεως, μεσολαβεῖ γιὰ νὰ διηγηθοῦν δόξαν Θεοῦ καὶ νὰ λατρέψουν τὸν Θεό, οἱ οὐρανοί, τὰ ἄστρα, τὰ νερά, ἡ βροχή. Ὁ Ἅγιος Λεόντιος, Νεαπόλεως Κύπρου, ἀναφέρει «…ἐγὼ δι’ οὐρανοῦ καὶ γῆς καὶ θαλάσσης καὶ ξύλων καὶ λίθων καὶ λειψάνων καὶ ναῶν καὶ σταυροῦ καὶ δι’ ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων καὶ διὰ πάσης κτίσεως ὁρατῆς τὲ καὶ ἀοράτου, τῶν πάντων Δημιουργὸ καὶ Δεσπότη καὶ Ποιητὴ μόνο τὴν προσκύνησιν καὶ τὸ σέβας προσάγω. Οὐ γὰρ δι’ ἑαυτῆς ἀμέσως ἡ κτίσις τῷ ποιητῇ προσκυνεῖ, ἀλλὰ δι’ ἐμοῦ οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, δι’ ἐμοῦ προσκυνεῖ Θεὸν ἡ σελήνη, δι’ ἐμοῦ δοξάσει Θεὸν τὰ ἄστρα».

Γιὰ νὰ μπορέσουμε καὶ ἐμεῖς νὰ δοῦμε τὴ μοναδικότητα καὶ τὴν ἰδιαιτερότητα τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ δοῦμε μὲ διαφάνεια τὸν κόσμο καὶ νὰ διακρίνουμε τὴν ἱερότητα καὶ τὸν Δημιουργικὸν λόγον σὲ κάθε δημιούργημα, σὲ κάθε κτίσμα, θὰ πρέπει καὶ ἐμεῖς νὰ ἐνδυθοῦμε τὸ ἔνδυμα τῆς δικῆς μας ἐν δυνάμει θεότητος, τὸ ἔνδυμα τῆς ταπείνωσης, τὸ ἔνδυμα τῆς ἀγάπης, τὸ ἔνδυμα τῆς θείας χάριτος καὶ νὰ ἀποδεχθοῦμε τὸ ρόλο μας, ὡς ἱερεῖς τῆς φύσεως, ποὺ μᾶς προσέδωσε ὁ Θεὸς, σύμφωνα μὲ τὸν Ἐπίσκοπο Κάλλιστο Wear. Ὁ ἱερέας τῆς φύσεως εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἐλεύθερα καὶ ἀπόλυτα συνειδητά, παίρνει τὸν κόσμο στὰ χέρια του, τὸν κόσμο ποὺ ὁ Θεὸς δωρίζει σὲ ἐμᾶς καὶ ἀντιπροσφέρει τὸ δῶρο στὸν Δωρητή, ἐπικαλούμενος ἔτσι τὴν εὐλογία Του σὲ ὁλόκληρη τὴ φυσικὴ τάξη. Μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴν πράξη τῆς ἱερατικῆς προσφορᾶς, ἡ Δημιουργία ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἔτσι σῴζεται, ἐκπληρώνει τὸν προορισμό της καὶ μεταμορφώνεται.

Μόνο ἂν σηκώσουμε τὸν Σταυρό μας, ἂν ἀρνηθοῦμε τὸν ἑαυτό μας καὶ μαζὶ μ’ αὐτὸν τὶς ἐπιθυμίες καὶ τὶς ὁλοένα καὶ αὐξανόμενες ἀνάγκες μας, θὰ μπορέσουμε νὰ ἀνακαλύψουμε τὴν ἀξία καὶ τὴν ὀμορφιὰ τοῦ κόσμου. Δὲν ὑπάρχει γνήσια ἀγάπη χωρὶς τὴν ταπείνωση, χωρὶς τὴν αὐταπάρνηση. Χρειαζόμαστε ἐγκράτεια, αὐτοσυγκράτηση, ἑκούσιο αὐτοπεριορισμὸ τῶν ἀναγκῶν μας. Μὲ ταπεινοφροσύνη ὁ ἱερέας τῆς φύσεως θεωρεῖ ὑπεύθυνο τὸν ἑαυτό του γιὰ ὅλη τὴν κακία τοῦ κόσμου. Γνωρίζει ὅτι ἡ ἁμαρτία γίνεται αἰτία νὰ ὑποσταλεῖ ἡ Χάρις, ἡ ὁποία ζωοποιεῖ, στηρίζει, συγκρατεῖ καὶ κινεῖ ὅλη τὴν κτίση, ἄλογη καὶ λογική. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἱερέα τῆς φύσεως δὲν ἀντέχει νὰ βλέπει καμία βλάβη σὲ κανένα ὄν, λογικὸ ἢ ἄλογο, μέσα στὴν κτίση. Ὑποφέρει ἡ ἴδια, εἶναι «Καῦσις καρδίας ὑπὲρ πάσης της κτίσεως».Καὶ ὅταν ἡ φύση βλέπει κάθε ἄνθρωπο, ντυμένο μὲ τὴ θεία ταπεινοφροσύνη, τὸ ἔνδυμα τῆς Θεότητος, τὸν προσκυνεῖ πρὸς τιμὴ τοῦ Δεσπότη
Της, τὸν ὁποῖο εἶδε ντυμένο μὲ αὐτὴν ὅπως μᾶς λέει ὁ Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος. Τὸ ἀποτύπωμα τοῦ ἱερέα τῆς φύσεως, πάνω στὴ γῆ εἶναι ἁπαλό, γλυκύ και δημιουργικό.

Ὁ ὕμνος τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστιανοῦ γιὰ τὸ Περιβάλλον. Ὁ συνειδητὸς ὀρθόδοξος χριστιανός, ὡς ἱερέας τῆς φύσεως, ὅπου καὶ ἂν βρεθεῖ, στὸ σπίτι του, στὴν ἐργασία του, στὸ σχολεῖο του, στὴν ἐνορία του, στὰ ἔργα του, στὶς σκέψεις του, στὶς προσευχὲς του ἔχει μία ἰδιαίτερη σχέση μὲ τὸ φυσικὸ περιβάλλον καὶ τὴν ὅλη δημιουργία. Ὁ ὀρθόδοξος χριστιανὸς ποὺ ἀγαπᾷ τὸ περιβάλλον, δὲν ἀδημονεῖ γιὰ τὸ κέρδος, δὲν θυσιάζει τὸ περιβάλλον γιὰ νὰ γίνει πλούσιος. Δὲν γίνεται ὑπερκαταναλωτής. Ὁ ὀρθόδοξος χριστιανὸς ὁ ὁποῖος ἀγαπᾷ τὴ φύση εἶναι εὐεργετικός, δραστήριος καὶ ὠφέλιμος γιὰ τὸ περιβάλλον. Χαίρεται, ὅταν βρίσκεται μέσα στὴ φύση, χαίρεται ὅταν βλέπει νὰ προστατεύεται τὸ φυσικὸ περιβάλλον καὶ ἡ Δημιουργία τοῦ Θεοῦ. Λυπᾶται, ὅταν καταστρέφεται τὸ περιβάλλον, λυπᾶται ὅταν ἀφαιρεῖται ἡ ζωὴ ἀπὸ κάθε ὂν λογικὸ ἢ ἄλογο. Λυπᾶται, ὅταν προκαλεῖται πόνος στὸν κόσμο τῆς δημιουργίας. Μιά ματιὰ στὸν ἔναστρο οὐρανό, τὸ πέταγμα μιᾶς πεταλούδας, τὸ κελάδημα ἑνὸς πουλιοῦ, ἕνα μικρὸ λουλούδι μὲ τὰ χρώματα καὶ τὰ ἀρώματά του εἶναι ἱκανὰ γιὰ νὰ τοῦ προκαλέσουν κύματα χαρᾶς στὸ ἐσωτερικό του καὶ νὰ δοξάσει τὸν Δημιουργό. Ὁ ὀρθόδοξος χριστιανὸς ποὺ ἀγαπᾷ τὸ περιβάλλον ἀρκεῖται στὰ ἐλάχιστα, ἀρκεῖται στὰ ἀπαραίτητα. Πιστεύει στὸ μεγαλεῖο τοῦ Δημιουργοῦ. Ἐλπίζει στὴν ἀειφορία τῆς Γῆς, ἐλπίζει στὴν εὐφορίαν τῶν καρπῶν τῆς γῆς, ἐλπίζει νὰ δεῖ «Γῆ Καινὴν καὶ Καινὸν Οὐρανὸν» (Ἀποκ. κα΄ 1-5). Πιστεύειἐνδόμυχα, ἀγαπᾶ βιωματικά τὸν Θεὸ Δημιουργό καί ἐλπίζει πάντα στην παναγάπη Του!

Πρωτο-δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό «Απόστολος Βαρνάβας» της Εκκλησίας της Κύπρου. Τεύχος Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 2013